κενέβρειος

κενέβρειος
κενέβρειος, ον,
A = θνησείδιος (cf. Ael.NA6.2), esp. of dead cattle: κενέβρεια, τά, carrion, Ar.Av.538 (anap.), cf.Fr.693.
2 τὰ κ. the dog's-meat market, Erot. (sg.as v.l.), Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κενέβρειος — κενέβρειος, ον (Α) 1. (για ζώα) νεκρός, ψόφιος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα κενέβρεια α) πτώματα, θνησιμαία, ψοφίμια β) η αγορά όπου πωλούνταν θνησιμαίο κρέας για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πολύ αμφβλ. η σύνδεσή του με το κινάβρα] …   Dictionary of Greek

  • κενέβρειον — κενέβρειος carrion masc/fem acc sg κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενεβρείων — κενέβρειος carrion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενέβρεια — κενέβρειος carrion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”